- δουκέσσα
- η1. βλ. δούκας2. ποικιλία αχλαδιού τής ΝΔ. Ελλάδας και κυρίως τής Αχαΐας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δούκας — I Επώνυμο οικογένειας βυζαντινών αξιωματούχων από την Παφλαγονία της Μικράς Ασίας. 1. Αλέξιος Ε’ ο Μούρτζουφλος. Βλ. λ. Αλέξιος. Όνομα αυτοκρατόρων. 2. Ανδρόνικος (9ος 10ος αι.). Κατηγορήθηκε ότι έλαβε μέρος σε συνωμοσία εναντίον του αυτοκράτορα… … Dictionary of Greek